- ερπετό
- και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό)κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδινεοελλ.1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών2. στον πληθ. τα ερπετάη τρίτη ομοταξία τών σπονδυλωτών ζώων, μετά τα θηλαστικά και τα πτηνά, η οποία περιλαμβάνει ζώα ψυχρόαιμα, άποδα ή με πόδια, τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι έρπουν κατά τη μετακίνησή τους3. (για ανθρώπους) μτφ. χαμερπής, δόλιοςμσν.φρ. «σερπετό τού πουλιού» — πουλίαρχ.-μσν.ζώο, ζωντανό («ἑρπετὰν οὐδὲ γυνή», Καλλ.)αρχ.1. κάθε ζώο που βαδίζει με τέσσερα ή περισσότερα πόδια («ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ»)2. κυνηγετικό σκυλί3. το τέρας Τυφώς που είχε εκατό κεφάλια*4. έντομο5. ως επίθ. αυτός που έρπει («τά ἑρπετά θηρία»).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρπω].
Dictionary of Greek. 2013.